- δαφνηφορικός
- δαφνη-φορικός, ἡ, όν, u. δαφνη-φόριος, mit Lorbeerzweigen; μέλη, Reigen, bei dem die Tanzenden Lorbeerzweige trugen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δαφνηφορικός — δαφνηφορικός, ή, όν (Α) [δαφνηφόρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Απόλλωνα δαφνηφόρο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δαφνηφορικά, τα άσματα προς τιμήν τού Απόλλωνος δαφνηφόρου … Dictionary of Greek
δαφνηφορικά — δαφνηφορικός of neut nom/voc/acc pl δαφνηφορικά̱ , δαφνηφορικός of fem nom/voc/acc dual δαφνηφορικά̱ , δαφνηφορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνηφορικῶν — δαφνηφορικός of fem gen pl δαφνηφορικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνηφορικόν — δαφνηφορικός of masc acc sg δαφνηφορικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)